- ἀ-κατ-οίκητος
ἀ-κατ-οίκητος, unbewohnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατ-οίκητος, unbewohnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] … Dictionary of Greek