- ἀ-κατ-ηγόρητος
ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt, Diod. S. 11, 46; tadellos, Phalar. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt, Diod. S. 11, 46; tadellos, Phalar. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατηγόρητος — εὐκατηγόρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες 2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ… … Dictionary of Greek