ἀ-κατ-αγώνιστος

ἀ-κατ-αγώνιστος

ἀ-κατ-αγώνιστος, unbezwinglich, D. Sic. 17, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκαταγώνιστος — εὐκαταγώνιστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυριεύεται εύκολα 2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αγωνιστος (< κατ αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ κατ αγώνιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”