- ἀ-κατα-κάλυπτος
ἀ-κατα-κάλυπτος, unverhüllt, offen, Pol. 15, 27, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατα-κάλυπτος, unverhüllt, offen, Pol. 15, 27, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek