- ἀ-κατα-φρόνητος
ἀ-κατα-φρόνητος, nicht verachtet, Xen. Ag. 6, 8; nicht zu verachten, furchtbar, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατα-φρόνητος, nicht verachtet, Xen. Ag. 6, 8; nicht zu verachten, furchtbar, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] … Dictionary of Greek