- ἀκόνδυλος
ἀκόνδυλος, ohne Faustschläge, Luc. Char. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκόνδυλος, ohne Faustschläge, Luc. Char. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακόνδυλος — η, ο (Α ἀκόνδυλος, ον) [κόνδυλος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις αρχ. αγρονθοκόπητος, άδαρτος … Dictionary of Greek
ἀκόνδυλον — ἀκόνδυλος without knuckles masc/fem acc sg ἀκόνδυλος without knuckles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek