ἀκόνιον

ἀκόνιον

ἀκόνιον, τό, Augenheilmittel, Dioscor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακόνιον — ἀκόνιον, το (AM) μσν. το ακόνι* αρχ. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό τού αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα τού φαρμάκου με τη… …   Dictionary of Greek

  • ἀκόνιον — by rubbing on an neut nom/voc/acc sg ἀ̱κόνιον , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κόνιον , ἀκονάω sharpen imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκονίων — ἀκόνιον by rubbing on an neut gen pl ἀκονάω sharpen pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόνια — ἀκόνιον by rubbing on an neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… …   Dictionary of Greek

  • ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσακόνιον — τὸ, Μ η λυδία λίθος, με την οποία δοκίμαζαν την γνησιότητα τού χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀκόνιον, υποκορ. τού ἀκόνη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”