- ἀγόρασμα
ἀγόρασμα, τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγόρασμα, τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορασμάτων — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματα — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματ' — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl ἀγοράσματι , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut dat sg ἀγοράσματε , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασμός — ο (Α ἀγορασμὸς) [ἀγοράζω] το αγόρασμα* … Dictionary of Greek
τἀγοράσματα — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)