- ἀγόρασις
ἀγόρασις, ἡ, dass., Plat. Soph. 219 d, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγόρασις, ἡ, dass., Plat. Soph. 219 d, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγόρασις — ἀγόρασις ( εως), η (Α) [ἀγοράζω] η αγορασία* … Dictionary of Greek
ἀγοράσει — ἀγόρασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγοράσεϊ , ἀγόρασις fem dat sg (epic) ἀγόρασις fem dat sg (attic ionic) ἀγορά̱σει , ἀγοράομαι meet in assembly fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγορά̱σει , ἀγοράομαι meet in assembly fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσεις — ἀγόρασις fem nom/voc pl (attic epic) ἀγόρασις fem nom/acc pl (attic) ἀγοράζω frequent the aor subj act 2nd sg (epic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσηι — ἀγόρασις fem dat sg (epic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly aor subj mid 2nd sg (attic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόρασιν — ἀγόρασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
ἀγοράσεων — ἀγοράσεω̆ν , ἀγόρασις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσεως — ἀγοράσεω̆ς , ἀγόρασις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσῃ — ἀγοράσηι , ἀγόρασις fem dat sg (epic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly aor subj mid 2nd sg (attic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἀγορά̱σῃ , ἀγοράομαι meet in assembly fut ind mid 2nd sg (attic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)