- ὀκτα-ήμερος
ὀκτα-ήμερος, achttägig, am achten Tage, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτα-ήμερος, achttägig, am achten Tage, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταήμερος — και οχταήμερος, η, ο (ΑΜ ὀκταήμερος, ον) αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ) νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο χρονικό… … Dictionary of Greek