- ἀκτίτης
ἀκτίτης, ὁ, am Meeresgestade, λίϑος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκτίτης, ὁ, am Meeresgestade, λίϑος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… … Dictionary of Greek
ἀκτίτης — ἀκτί̱της , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτῖτ' — ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc voc sg ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg (epic) ἀκτῖται , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
ἀκτίτου — ἄκτιτος untilled masc/fem/neut gen sg ἀκτί̱του , ἀκτίτης dwelleroncoast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)