ἀ-κτέανος

ἀ-κτέανος

ἀ-κτέανος, ohne Besitz, arm, τεκέων, an Kindern, Antp. Sid. 90 (VII, 353); sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] …   Dictionary of Greek

  • λιποκτέανος — λιποκτέανος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κτήματα, άπορος, φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κτέανον «κτήμα, περιουσία» (πρβλ. φιλο κτέανος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκτέανος — ον, Α (επικ. τ.) φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”