- ἀ-κτένιστος
ἀ-κτένιστος, κόμη, ungekämmt, Soph. O. C. 1263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κτένιστος, κόμη, ungekämmt, Soph. O. C. 1263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτενιστός — κτενιστός, ή, όν (Α) [κτενίζω] 1. χτενισμένος 2. (για έριο) λαναρισμένος, ξασμένος … Dictionary of Greek
κτενιστόν — κτενιστός combed masc acc sg κτενιστός combed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενισταί — κτενιστής hairdresser masc nom/voc pl κτενιστός combed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενιστοῦ — κτενιστής hairdresser masc gen sg κτενιστός combed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)