- ὀκτά-κερκις
ὀκτά-κερκις, achtschwänzig, E. M. 621, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτά-κερκις, achtschwänzig, E. M. 621, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκτάκερκις — ὀκτάκερκις, ὁ, ἡ (Α) (για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κερκίς «μακριά και λεπτή ράβδος»] … Dictionary of Greek