ὀκτά-κωλος

ὀκτά-κωλος

ὀκτά-κωλος, achtgliedrig, mit acht Absätzen, Schol. Ar. Ach. 558.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίκωλος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από τρία κώλα ή από τρία μέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίκωλον περίοδος με τρεις προτάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ὀκτά κωλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”