ἀγρώστης

ἀγρώστης

ἀγρώστης, , 1) Landmann, Soph. Alex. frg. 83; Eur. Rhes. 266. 287 Herc. fur. 377. – 2) Jäger, Ap. Rh. 4, 175. – 3) eine Spinnenart, Nic. Ther. 734. – 4) wie ἀγρώτης = ἄγριος; λύκοι Anaxil. Ath. IX, 374 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγρώστης — (I) ἀγρώστης, ο (AM) [ἀγρός] αυτός που κατοικεί στους αγρούς, ο αγρότης. (II) ἀγρώστης, ο (Α) [ἄγρα] κυνηγός …   Dictionary of Greek

  • ἀγρώστης — ἄγρωστις dog s tooth grass fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀγρότης countryman masc nom sg ἀγρώστης wild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρώστας — ἀγρώστᾱς , ἀγρότης countryman masc acc pl ἀγρώστᾱς , ἀγρότης countryman masc nom sg (epic doric aeolic) ἀγρώστᾱς , ἀγρώστης wild masc acc pl ἀγρώστᾱς , ἀγρώστης wild masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • αγρωστήρ — ἀγρωστήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἀγρός] ο ἀγρώστης* (Ι, ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρώσται — ἀγρώστᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) ἀγρώστᾱͅ , ἀγρώστης wild masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρώσταις — ἀγρότης countryman masc dat pl ἀγρώστης wild masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρώσταισιν — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic ionic aeolic) ἀγρώστης wild masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”