- ἀγρώστωρ
ἀγρώστωρ, ορος, (Jäger), Fischer, Nic. AI. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρώστωρ, ορος, (Jäger), Fischer, Nic. AI. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρώστορος — ἀγρώστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)