κράτιστος — strongest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… … Dictionary of Greek
κρατίστω — κράτιστος strongest masc/neut nom/voc/acc dual κράτιστος strongest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστων — κράτιστος strongest fem gen pl κράτιστος strongest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστως — κράτιστος strongest adverbial κράτιστος strongest masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτιστον — κράτιστος strongest masc acc sg κράτιστος strongest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίσταις — κράτιστος strongest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστη — κράτιστος strongest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστην — κράτιστος strongest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστης — κράτιστος strongest fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστοις — κράτιστος strongest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)