- ἀ-κράτωρ
ἀ-κράτωρ, ορος, = ἀκρατής, 1) schwach, Soph. Phil. 484. – 2) nicht mächtig, ἑαυτοῦ Plat. Rep. IX, 529 c; Crit. 121 a; Arr. An. 6, 25, 6; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κράτωρ, ορος, = ἀκρατής, 1) schwach, Soph. Phil. 484. – 2) nicht mächtig, ἑαυτοῦ Plat. Rep. IX, 529 c; Crit. 121 a; Arr. An. 6, 25, 6; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράτωρ — κράτωρ, ὁ (Μ) [κρατώ] εξουσιαστής, κυβερνήτης, αυτοκράτορας … Dictionary of Greek
Κράτωρ — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτωρ — ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατόρων — Κράτωρ ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατόρων — κράτωρ ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτορ — Κράτωρ ruler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτορ — κράτωρ ruler masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτορα — Κράτωρ ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτορα — κράτωρ ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτορας — Κράτωρ ruler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτορας — κράτωρ ruler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)