ἀερο-δίνητος

ἀερο-δίνητος

ἀερο-δίνητος, v. l. für ἀεροδόνητος, Ar. Av. 1383, sichin der Luft bewegend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηεροδίνητος — ἠεροδίνητος, ον (Α) ηεροδίνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνητος (< δινώ), πρβλ. αει δίνητος, σφονδυλο δίνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”