- ἀγρο-δίαιτος
ἀγρο-δίαιτος, auf dem Lande, bäurisch lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρο-δίαιτος, auf dem Lande, bäurisch lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικοδίαιτος — η, ο (Α οἰκοδίαιτος, ον) αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγρο δίαιτος, ραβδο δίαιτος] … Dictionary of Greek
ορεσιδίαιτος — ὀρεσιδίαιτος, ον (Α) αυτός που διαμένει στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. αγρο δίαιτος] … Dictionary of Greek