- ἀγροιώτης
ἀγροιώτης, ὁ, Landmann, Hom. ἀνέρες-ῶται Il. 11, 549. 15, 272, λαοί 11, 676, βουκόλοι Od. 11, 293, νήπιοι 21, 85; – Hes. Sc. 39. – Ar. Th. 58, in dor. Form; Theocr. 13, 44. 25, 23 u. Sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγροιώτης, ὁ, Landmann, Hom. ἀνέρες-ῶται Il. 11, 549. 15, 272, λαοί 11, 676, βουκόλοι Od. 11, 293, νήπιοι 21, 85; – Hes. Sc. 39. – Ar. Th. 58, in dor. Form; Theocr. 13, 44. 25, 23 u. Sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγροιώτης — ἀγροιώτης, ο (θηλ. ώτις) (Α) [ἀγρός] 1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶται αγρότες 2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικός β) άγριος … Dictionary of Greek
ἀγροιώτης — rustic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιωτῶν — ἀγροιώτης rustic masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιῶται — ἀγροιώτης rustic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώταις — ἀγροιώτης rustic masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτην — ἀγροιώτης rustic masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτου — ἀγροιώτης rustic masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτῃ — ἀγροιώτης rustic masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτας — ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc acc pl ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπιδιώτης — ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α) ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται… … Dictionary of Greek
ἀγροιώταν — ἀγροιώτᾱν , ἀγροιώτης rustic masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)