- ἀκρο-γένειος
ἀκρο-γένειος, mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-γένειος, mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται … Dictionary of Greek