- ἀερο-πετής
ἀερο-πετής, ές, aus der Luft gefallen, Sanchun.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερο-πετής, ές, aus der Luft gefallen, Sanchun.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek
ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] … Dictionary of Greek
ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] … Dictionary of Greek