- ἀκρο-παχής
ἀκρο-παχής, βακτηρία, an der Spitze dick, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρο-παχής, βακτηρία, an der Spitze dick, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπαχής — ές (Α ἰσοπαχής, ές) ίσος κατά το πάχος ή την πυκνότητα με άλλον (νεολλ.) φρ. (μετεωρ.) «ισοπαχείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε μετεωρολογικό χάρτη που συνδέουν όλους τους τόπους πάνω από τους οποίους το πάχος ενός στρώματος τής ατμόσφαιρας … Dictionary of Greek
κνημοπαχής — κνημοπαχής, ές (Α) κνημιοπαχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + παχής (< πάχος), πρβλ. ακρο παχής, ισο παχής] … Dictionary of Greek
ακροπαχής — ἀκροπαχὴς ( οῡς), ές (Μ) αυτός που έχει παχύ άκρο «ἀκροπαχὴς βακτηρία» (Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + παχὴς < πάχος] … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek