- ἀ-γραμματία
ἀ-γραμματία, ἡ, Mangel an Bildung, Ael. V. H. 8, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-γραμματία, ἡ, Mangel an Bildung, Ael. V. H. 8, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραμμάτια — γραμμάτιον bond neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματίας — γραμματίᾱς , γραμματίας masc acc pl γραμματίᾱς , γραμματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιτικός — ή, ό / φαλαγγιτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.) νεοελλ. φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» πιστωτικά… … Dictionary of Greek
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανεξαργύρωτος — η, ο (για γραμμάτια, επιταγές κ.λπ.) αυτός που δεν έχει εξαργυρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαργυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
εξανανεώνω — και ξανανεώνω (Α ἐξανανεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. κάνω πάλι νέα ανανέωση 2. μέσ. (για συμβάσεις, χρεωστικά γραμμάτια κ.λπ.) ανανεώνομαι και πάλι αρχ. επαναφέρω και πάλι σε ισχύ ή σε ένταση κάτι, ανανεώνω («συγγένειαν αὐτῶν ἐξανανεοῡνται τοῑς… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… … Dictionary of Greek
πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… … Dictionary of Greek