- ἀγριό-φρων
ἀγριό-φρων, wildgesinnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγριό-φρων, wildgesinnt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγριόφρων — ἀγριόφρων ( ονος), ο, η (Μ) αυτός που έχει άγριο φρόνημα ή σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek