ἀγριότης — savageness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότησιν — ἀγριότης savageness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητα — ἀγριότης savageness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητας — ἀγριότης savageness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητες — ἀγριότης savageness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητι — ἀγριότης savageness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητος — ἀγριότης savageness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
ημερότητα — η (AM ἡμερότης) [ήμερος] (για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.) μσν. αρχ. τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.) αρχ. (για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα»,… … Dictionary of Greek
ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: 6c, 7c, 10c գ. ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ ἁγροικία, ἁγριοσύνη , ἁγριότης rusticitas, inurbanitas, feritas, immanitas, saevitia. (գրի եւ ՎԱՐԱԳՈՒԹԻՒՆ. լծ. եւ վիրագրութիւն). Վայրագն գոլ. կեանք եւ բարք վայրագաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՅՐԵՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. ἁγροικία, ἁγριότης rusticitas եւ ferocitas, atrocitas. Վայրենի գոլն. կատաղութիւն. գազանութիւն. անընդելութիւն. անմարդութիւն. ամեհութիւն, եւ Ամայութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)