ἀερσί-λοφος

ἀερσί-λοφος

ἀερσί-λοφος, mit hohem Helmbusch, τρυφάλειαι Ap. Rh. 2, 1061; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αερσίλοφος — ἀερσίλοφος, ον (Α) (για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”