- ἀερσι-πότητος
ἀερσι-πότητος, dasselbe, ἀράχνης Hes-O. 777; Nonn. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερσι-πότητος, dasselbe, ἀράχνης Hes-O. 777; Nonn. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] … Dictionary of Greek