- ἀερσι-πότης
ἀερσι-πότης, hochfliegend, κύκνοι Hes. Sc. 316; von Menschen, Agath. 22 (V, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερσι-πότης, hochfliegend, κύκνοι Hes. Sc. 316; von Menschen, Agath. 22 (V, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερσιπότης — ἀερσιπότης, ο (Α) αυτός που πετά ψηλά, ο υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πότης < ποτάομαι ή πέτομαι] … Dictionary of Greek