ἀν-ύδατος

ἀν-ύδατος

ἀν-ύδατος (ὕδωρ), wasserlos, Maneth. 1, 144.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὕδατος — ὕδωρ water neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείη. — πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείη. См. Капля по капле и камень долбит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θοὔδατος — ὕδατος , ὕδωρ water neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὔδατος — ὕδατος , ὕδωρ water neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • вода — ВОД|А (1137), Ы с. 1.Вода: Аште ли же съсоудъ имоущь водоу въврьжеть сѩ оугль оугасаѥть Изб 1076, 208 об.; ѡни же ˫ако земл˫а жажющи˫а воды тако приимаахоу словеса ѥго. ЖФП XII, 39г; водопрѣдъстателѥ... въ вина мѣсто водоу б҃оу приносѩть. (ὕδωρ)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”