ὀξύ-μελι

ὀξύ-μελι

ὀξύ-μελι, ιτος, τό, ein Gemisch von Essig u. Honig; Lys. bei Ath. II, 67 e; S. Emp. adv. mus. 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • οξυμελίκρατον — ὀξυμελίκρατον και ιων. τ. ὀξυμελίκρητον, τὸ (Α) το οξύ μελί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελίκρατον «ποτό από μέλι και νερό»] …   Dictionary of Greek

  • οξύμελι — το (Α ὀξύμελι) ποτό από ξίδι και μέλι νεοελλ. ιατρ. είδος παλαιότερου εμπειρικού ιατρικού σκευάσματος, σιροπιού από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέλι. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxymel] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • οξύγλυκος — η, ο (Α ὀξύγλυκος, ον) ξινόγλυκος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξυγλυκον ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκός] …   Dictionary of Greek

  • οξύγλυκυς — ὀξύγλυκυς, γλύκεια, υ, θηλ. και υς (Α) 1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκύς] …   Dictionary of Greek

  • οξύκρατον — ὀξύκρατον, ιων. τ. όξύκρητον, τὸ (Α) ξινός οίνος αναμεμιγμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *οξύκρατος < οξυ * + κρᾱτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι), πρβλ. μελί κρατον] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”