ὀξύ-γοος

ὀξύ-γοος

ὀξύ-γοος, hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικτρόγοος — οἰκτρόγοος, ον (Α) αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό γοος, οξύ γοος)] …   Dictionary of Greek

  • οξύγοος — ὀξύγοος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό γοος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”