ὀξύκομος

ὀξύκομος

ὀξύκομος, mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξύκομος — ὀξύκομος, ον (Α) 1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα 3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια 4. (σχετικά με το πεύκο)… …   Dictionary of Greek

  • ὀξύκομον — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem acc sg ὀξύκομος with pointed hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκόμοιο — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκόμοισι — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκόμοισιν — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκόμους — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυκόμων — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύκομοι — ὀξύκομος with pointed hair masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”