ἀμύγδαλος

ἀμύγδαλος

ἀμύγδαλος, , der Mandelbaum, Luc. pro Merc. cond. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀμύγδαλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύγδαλος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσιών. * * * ἀμύγδαλος, η (Α) 1. αμυγδαλιά 2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη …   Dictionary of Greek

  • ἀμυγδαλᾶς — ἀμύγδαλος fem acc pl (attic doric) ἀμύγδαλος fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλαῖ — ἀμύγδαλος fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλαῖς — ἀμύγδαλος fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλῆ — ἀμύγδαλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλῆν — ἀμύγδαλος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλῆς — ἀμύγδαλος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλῇ — ἀμύγδαλος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδάλους — ἀμύγδαλος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • амигдал — миндаль , церк. из греч. ἀμύγδαλος. См. миндаль …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”