- ὀξύ-κεδρος
ὀξύ-κεδρος, ἡ, der spitzblättrige, rothe Wachholder, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-κεδρος, ἡ, der spitzblättrige, rothe Wachholder, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύκεδρος — η (Α ὀξύκεδρος) το φυτό άρκευθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέδρος] … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek