ὀξύ-χολος

ὀξύ-χολος

ὀξύ-χολος, scharfgallig, jähzornig; Luc. D. D. 24, 2; Ep. ad. 404 (IX, 127) u. sonst. – Adv., Soph. ζεύχϑη δ' ὀξυχόλως παῖς ὁ Δρύαντος, Ant. 945.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξύχολος — ὀξύχολος, ον (Α) 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον η οξυθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χόλος (πρβλ. πικρό χολος)] …   Dictionary of Greek

  • χολίνη — Οργανική ουσία η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, που συναντάται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς, κυρίως ως συστατικό μερικών ουσιών (λεκιθίνη κ.ά.)· σε αυτή τη μορφή μπορεί να ανευρεθεί, σε μικρές ποσότητες, σε κάποια… …   Dictionary of Greek

  • χολικός — ή, ό / χολικός, ή, όν, ΝΑ [χόλος /χολή] 1. ο σχετικός με τη χολή 2. αυτός που πάσχει από χολή νεοελλ. φρ. α) «χολικό συρίγγιο» ανατ. παθολογική ή πειραματική επικοινωνία τής χοληδόχου κύστεως ή τών χοληφόρων οδών με το δέρμα β) «χολικά οξέα»… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”