ὀνύχιον

ὀνύχιον

ὀνύχιον, τό, dim. zu ὄνυξ, Theophr. u. Sp., vom Edelstein Onyx.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνύχιον — small claw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… …   Dictionary of Greek

  • ὀνυχίων — ὀνύχιον small claw neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνύχια — ὀνύχιον small claw neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оноухионъ — ОНОУХИОН|Ъ (2*), А с. ὀνύχιον Название одной из разновидностей оникса: •д҃• же хрѹсо лифъ, ѡнѹхиѡнъ, ливириѡнъ… на коѥмьждо камени своѥ имѹщю имѧ старѣишинѣ родѹ. (ὀνύχιον) ГА XIV1, 27б; камы(к) нарицаѥмыи онухиону. [в др. сп. ѡнухиѡнъ] русъ .е҃ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • оникс — название драгоценного камня. Книжное заимствование через нем. Оnух из лат. оnух от греч. ονυξ ноготь (см. ноготь); камень назван так по оттенку, напоминающему цвет ногтей. Стар. русск. цслав. онῡхионъ оникс (Изборн. Святосл. 1073 г.) из греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • шамир — алмаз, драгоценный камень , только др. русск. шамиръ (Легенда о Солом. и Китоврасе, Палея 1477 г., Тихонравов Пам. Отр. Лит. I, 256). Из др. еврейск. šâmîr алмаз (см. П. Кассель, Schamir, Эрфурт, 1854, цит. по Мазону; Мel. Воуеr 107 и сл.;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ακρωνύχιο — το ή δόντι Ναυτ. η άκρη τού πτερυγίου (νυχιού) τής άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d ancre] …   Dictionary of Greek

  • Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …   Dictionary of Greek

  • ԵՂՆԳՆԱՔԱՐ — (ի, իւ.) NBH 1 0656 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ԵՂՆԳՆԱՔԱՐ ὁνύχιον onychinus lapis, jaspis σαρδόνυξ sardonicus գրի եւ ԵՂԵՆԳՆԱՔԱՐ, եՂԵԳՆԱՔԱՐ, փոխանակ գրելոյ Եղընգնաքար. ասի եւ ԵՂՈՒՆԳՆ. Քար պատուական ի գոյն եղընգանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”