- ὀξύ-σχοινος
ὀξύ-σχοινος, ὁ, eine spitze od. scharfe Binsenart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-σχοινος, ὁ, eine spitze od. scharfe Binsenart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
οξύσχοινος — ὀξύσχοινος, ὁ (Α) είδος σχοίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σχοῖνος] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek