- ὀξύ-στομος
ὀξύ-στομος, mit spitzem, scharfem Schnabel; γρύπας Aesch. Prom. 805; μύωψ 667, wie ἐμπίς Ar. Av. 244; auch μάχαιρα, mit scharfer Schneide, Eur. Suppl. 1205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-στομος, mit spitzem, scharfem Schnabel; γρύπας Aesch. Prom. 805; μύωψ 667, wie ἐμπίς Ar. Av. 244; auch μάχαιρα, mit scharfer Schneide, Eur. Suppl. 1205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύστομος — ὀξύστομος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῑς κύνας», Αισχύλ.) 2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα 3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στομος (<… … Dictionary of Greek