- ἀ-μύριστος
ἀ-μύριστος, ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μύριστος, ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωομύριστος — ζωομύριστος, ον (Μ) αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρός», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκο μύριστος, ροδο μύριστος] … Dictionary of Greek
ροδομύριστος — η, ο, Ν αυτός που μυρίζει σαν ρόδο, που αναδίδει άρωμα τριαντάφυλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + μυριστός (< μυρίζω), πρβλ. ανθο μύριστος, μοσχο μύριστος] … Dictionary of Greek
μυριομύριστος — μυριομύριστος, η, ον (Μ) πολύ ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μυριστός(< μυρίζω)] … Dictionary of Greek