- ἀβύρτακος
ἀβύρτακος, stand sonst Polyaen. 4, 3, 32 für ἀβυρ-τάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀβύρτακος, stand sonst Polyaen. 4, 3, 32 für ἀβυρ-τάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αβυρτάκη ή αβύρτακος — Μηδικής προέλευσης καρύκευμα ή ρόφημα των αρχαίων, που το παρασκεύαζαν από πράσα, κάρδαμο, σινάπι και κόκκους ροδιάς. Αναφέρεται και από τον Αθήναιο … Dictionary of Greek