- ἀν-όδους
ἀν-όδους, οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-όδους, οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδούς — tooth masc nom/voc sg οὐδός 1 threshold masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
ὁδοῦς — ὁδόω lead by the right way pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδούς — ὁδός 1 way masc acc pl ὁδός 2 way fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοῦσι — ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδών tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοῦσιν — ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδούς tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) ὀδών tooth masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδόντα — ὀδούς tooth masc acc sg ὀδούς tooth masc acc sg ὀδών tooth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδόντας — ὀδούς tooth masc acc pl ὀδούς tooth masc acc pl ὀδών tooth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδόντες — ὀδούς tooth masc nom/voc pl ὀδούς tooth masc nom/voc pl ὀδών tooth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδόντι — ὀδούς tooth masc dat sg ὀδούς tooth masc dat sg ὀδών tooth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδόντος — ὀδούς tooth masc gen sg ὀδούς tooth masc gen sg ὀδών tooth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)