- ἀν-όδευτος
ἀν-όδευτος, unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-όδευτος, unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυόδευτος — ον, Α (για τόπο ή δρόμο) αυτός στον οποίο έχουν ταξιδεύσει πολύ, πολυπατημένος, πολυπάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όδευτος (< ὁδεύω «πορεύομαι, βαδίζω»), πρβλ. δυσ όδευτος] … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ευεφόδευτος — εὐεφόδευτος, ον (Α) αυτός που προσεγγίζεται ή κατανοείται εύκολα («εὐεφόδευτος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< εφ οδεύω), πρβλ. αν εφ όδευτος] … Dictionary of Greek