- ἀξόνιος
ἀξόνιος, zur Achse gehörig, Sp. δεσμά, an die Achse gebunden, Stat. Flacc. 10 (IX, 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξόνιος, zur Achse gehörig, Sp. δεσμά, an die Achse gebunden, Stat. Flacc. 10 (IX, 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξονίην — ἀξόνιος belonging to the axle fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξονίης — ἀξόνιος belonging to the axle fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξονίων — ἀξόνιον small bolt neut gen pl ἀξόνιος belonging to the axle fem gen pl ἀξόνιος belonging to the axle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξόνιον — small bolt neut nom/voc/acc sg ἀξόνιος belonging to the axle masc acc sg ἀξόνιος belonging to the axle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαξόνιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄξων, ονος (πρβλ. παρ αξόνιος)] … Dictionary of Greek
ἀξονίοιο — ἀξόνιον small bolt neut gen sg (epic) ἀξόνιος belonging to the axle masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξονίοις — ἀξόνιον small bolt neut dat pl ἀξόνιος belonging to the axle masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξονίου — ἀξόνιον small bolt neut gen sg ἀξόνιος belonging to the axle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξονίῳ — ἀξόνιον small bolt neut dat sg ἀξόνιος belonging to the axle masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξόνια — ἀξόνιον small bolt neut nom/voc/acc pl ἀξόνιος belonging to the axle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)