- ἀ-νόμιμος
ἀ-νόμιμος, f. L. für ἄνομος Plat. de leg. 314 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-νόμιμος, f. L. für ἄνομος Plat. de leg. 314 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόμιμος — conformable to custom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμιμος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ νόμιμος, ίμη, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.) 2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος» … Dictionary of Greek
νόμιμος — η, ο 1. ο σύμφωνος με τους νόμους: Νόμιμος γάμος. – Νόμιμη ενέργεια. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νόμιμα οι διατάξεις των νόμων: Σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομιμώτερον — νόμιμος conformable to custom adverbial comp νόμιμος conformable to custom masc acc comp sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμώτατα — νόμιμος conformable to custom adverbial superl νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμώτατον — νόμιμος conformable to custom masc acc superl sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίμων — νόμιμος conformable to custom fem gen pl νόμιμος conformable to custom masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίμως — νόμιμος conformable to custom adverbial νόμιμος conformable to custom masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμιμον — νόμιμος conformable to custom masc acc sg νόμιμος conformable to custom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμωτάτην — νόμιμος conformable to custom fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιμωτάτης — νόμιμος conformable to custom fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)