ἀν-όδυρτος

ἀν-όδυρτος

ἀν-όδυρτος, unbeweint, p. bei M. Anton. 7, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδυρτός — ὀδυρτός, ή, όν (Α) [οδύρομαι] 1. αξιοθρήνητος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀδυρτά — ὀδυρτός mourned for neut nom/voc/acc pl ὀδυρτά̱ , ὀδυρτός mourned for fem nom/voc/acc dual ὀδυρτά̱ , ὀδυρτός mourned for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτή — ὀδυρτός mourned for fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] …   Dictionary of Greek

  • οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα …   Dictionary of Greek

  • πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”