- ἀν-ωστικός
ἀν-ωστικός, zurückdrängend, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ωστικός, zurückdrängend, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωστικός — ή, ό / ὠστικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που συντελεί στην ώθηση, που έχει την δύναμη να ωθεί (α. «ωστικό κύμα» β. «ὠστικὴ... ἡ τοῡ πνεύματος φύσις», Αριστοτ.). επίρρ... ὠστικῶς Α με ωστική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ὠστικόν — ὠστικός inclined to thrust masc acc sg ὠστικός inclined to thrust neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστική — ὠστικός inclined to thrust fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστικῶς — ὠστικός inclined to thrust adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωστικώς — Α επίρρ. βλ. ωστικός … Dictionary of Greek