- ἀν-ωρία
ἀν-ωρία, ἡ, Unzeit, τοῦ ἔτους, unpassende Jahreszeit, Winter, Her. 8, 113. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ωρία, ἡ, Unzeit, τοῦ ἔτους, unpassende Jahreszeit, Winter, Her. 8, 113. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ωριά — η 1. κύριο όνομα. 2. φρ., «της Ωριάς το Κάστρο», μυθικό φρούριο που το υπεράσπισε γενναία η Ωριά (ωραία, όμορφη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωρία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * ἡ, Α [ὥριος] η ωραιότητα, το κάλλος … Dictionary of Greek
ωριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. ωραία γυναίκα 2. φρ. «τής Ωριάς το κάστρο» (λαογρ.) ονομασία πολλών μεσαιωνικών κάστρων τής… … Dictionary of Greek
ὠρία — ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρια — ὤριος sleep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρια — ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρι' — ὥρια , ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥρια , ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥριε , ὥριος produced in season masc voc sg ὥριε , ὥριος produced in season masc/fem voc sg ὥριαι , ὥριος produced in season fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρι' — ὡριά , ὡριάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιωρία — καλλιωρία, ἡ (Μ) καλός καιρός, καλοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ωρία (< ωρος < ὥρα), πρβλ. α ωρία, ευ ωρία] … Dictionary of Greek
εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] … Dictionary of Greek
πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)